μύρτου

μύρτου
μύρτον
myrtle-berry
neut gen sg
μύρτος
myrtle
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Myrtou — Μύρτου (Greek) Çamlıbel (Turkish) …   Wikipedia

  • μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • Myrtos Gulf — View from the street to the beach. The Myrtos Gulf (Greek: Κόλπος Μύρτου Kolpos Myrtou or Mirtou), also Mirtos Gulf is a gulf that connects with the Gulf of Corinth to the west. The total length is approximately 10 km long and is… …   Wikipedia

  • Molos Gulf — The Molos Gulf (Greek: Κόλπος Μύρτου Kolpos Molou, also accented with Mólou) is a gulf situated east of Ithaca, Greece. The total length is approximately 5 km long and is approximately 6 to 7 km wide from Vathy. The gulf contains a… …   Wikipedia

  • Myrtos Beach — The beach as seen from the coast road The sea has a bright turquoise colour …   Wikipedia

  • Иерапетра (дим) — Дим Иерапетра расположен на юге нома Ласити, на острове Крит. Главный город – Иерапетра, расположенный на побережье Ливийского моря, в заливе Мирабелон. Согласно переписи 2001 года в диме проживало 23 707 жителей, а площадь составила 394,774… …   Википедия

  • LIBERTAS — Dea, cuius templum in Aventino conditum fuit, cum aereis columnis et statuis pulcherrimis a patre Tiberii Gracchi, ex multatitia pecunia. Eidem atrium ibidem fuit: quod ab Aelio Paeto et Corn. Cethego Censoribus, instauratum et auctum: demum et a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυρτίς — Τραγουδίστρια και λυρική ποιήτρια από την Ανθηδώνα της αρχαίας Βοιωτίας. Λέγεται ότι δίδαξε την τέχνη της στην Κόριννα και στον Πίνδαρο. * * * μυρτίς, ἡ (ΑΜ) ο καρπός τής μύρτου, το μύρτο 2. μυρτίδανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ίς (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μύρρα — Κομμεορητίνη που εξάγεται με εντομές στους βλαστούς και στον κορμό τής κομμιφόρου της αβησσυνιακής και της κομμιφόρου της σιμπέριας (οικογένεια των βουρσεριδών, δικοτυλήδονα), δέντρων της Αραβίας και της Αφρικής. Τα δέντρα αυτά έχουν βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • μύρτο — το (Α μύρτον) ο καρπός τής μύρτου, τής μυρσίνης, το σμύρτο, το μούρτο νεοελλ. στον πληθ. τα μύρτα α) φυλλοφόρα κλαδιά μυρτιάς («στόλισαν την εκκλησία με μύρτα») β) ανατ. σαρκώδεις προεξοχές στην είσοδο τού κόλπου τής γυναίκας οι οποίες αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”